-
1 ἀγοραῖος
A in, of, or belonging to the ἀγορά, Ζεὺς Ἀ. as guardian of popular assemblies, Hdt.5.46, A.Eu. 973 (lyr.), E.Heracl.70; Ἑρμῆς Ἀ. as patron of traffic, Ar.Eq. 297, cf. IPE12.128 ([place name] Olbia), IG12(8).67 ([place name] Thasos), Paus.1.15.1; Ἄρτεμις Ἀ. at Olympia, Id.5.15.4; Ἀθηνᾶ Ἀ. at Sparta, Id.3.11.9; generally,θεοὶ ἀ. A.Ag.90
.2 of things, τὰ ἀ. details of market-business, Pl.R. 425c.II frequenting the market,ὁ ἀ. ὄχλος X.HG6.2.23
;δήμου εἶδος Arist.Pol. 1291b19
, etc.; τὸ ἀ. πλῆθος.. τὸ περὶ τὰς πράσεις καὶ τὰς ὠνὰς καὶ τὰς ἐμπορίας καὶ καπηλείας διατρῖβον ib. 1291a4:— ἀγοραῖοι (with or without ἄνθρωποι), οἱ, those who frequented the ἀγορά, Hdt.1.93, 2.141; opp. ἔμποροι, X. Vect.3.13, but = traders (i.e. sutlers), Ael.Tact.2.2:—hence, the common sort, low fellows, Ar.Ra. 1015, Pl.Prt. 347c, Thphr.Char.6.2; of agitators, Act.Ap.17.5, Plu.Aem.38: [comp] Comp., the baser sort, Ptol. Euerg.1. Adv.-αίως, λέγειν D.H.Rh.10.11
.2 of things, vulgar, ;τοὺς νοῦς ἀ. ἧττον.. ποιῶ Id.Fr. 471
; ἀ. φιλία (opp. ἐλευθέριος) Arist.EN 1162b26; common,ἄρτοι Lync.
ap. Ath.3.109d.III generally, proper to the ἀγορά, skilled in, suited for forensic speaking, Plu.Per.11, al.:— ἀγοραος (sc. ἡμέρα) court-day, assize,τὰς ἀ. ποιεῖσθαι Str.13.4.12
; ἄγειν τὴν ἀ. Epist. Galb. ap. J.AJ14.10.21, cf.Act.Ap.19.38, IGRom.4.790. Adv. - ως in forensic style, Plu. CG4, Ant.24.2 ἀγοραῖος, ὁ, = tabellio, notary, Aristid.Or.50(26).94, Edict.Diocl.7.41, Gloss.; also, pleader, advocate, in pl., Philostr.VA 6.36.b ἀγοραῖος, ἡ, market-day, IGRom.4.1381 ([place name] Lydia). (The distn. ἀγόραιος vulgar, ἀγοραῖος public speaker, drawn by Ammon., etc., is prob. fictitious.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγοραῖος
См. также в других словарях:
Μουσείο, Σπαθάρειο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου — Εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 1995 σ’ ένα νεοκλασικό κτίριο στο Μαρούσι (Βασιλίσσης Σοφίας & Δημητρίου Ράλλη), στην ίδια πλατεία (Κασταλίας) όπου το 1942 ξεκίνησε την καριέρα του ως καραγκιοζοπαίχτης ο Ευγένιος Σπαθάρης. Είναι ένα μουσείο μοναδικό … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
πρίνος — Όνομα 3 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.), στην πρώην επαρχία Θάσου, του νομού Καβάλας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (58 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Καλύβες (υψόμ. 40 μ.), Μικρός Πρίνος (υψόμ. 330 μ.), Νέος Πρίνος… … Dictionary of Greek
χάρακας — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.), στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου, του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται κοντά στον Πύργο. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (18 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, η Αγία… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
ατιμία — Ανήθικη πράξη· κακοήθεια· αισχύνη. Στην αρχαία Αθήνα, α. ονομαζόταν η πράξη που επέφερε τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ενός πολίτη. Η στέρηση αυτή μπορούσε να είναι ολική ή μερική και ήταν η αυστηρότερη ποινή μετά τον θάνατο και την εξορία … Dictionary of Greek
πρόδρομος — Oνομασία 11 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νερομύλων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα… … Dictionary of Greek